ημιαγωγοί

ημιαγωγοί
физ. полупроводники

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ημιαγωγοί" в других словарях:

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

  • φωτοαγωγιμότητα — Το φαινόμενο της φ. συνίσταται στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος σε μη αγώγιμα υλικά (ημιαγωγοί), όταν αυτά προσβάλλονται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες είτε του ορατού φάσματος είτε του υπέρυθρου και του υπεριώδους, των ακτίνων X και των… …   Dictionary of Greek

  • θερμίστορ — Θερμική αντίσταση που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται έντονα με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Οι θ. αποτελούνται από μικρούς κρυσταλλικούς ημιαγωγούς ενδογενείς ή προσμείξεων και είναι από τα πιο απλά ημιαγωγικά εξαρτήματα. Διακρίνονται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • Καγκαράκης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1933 –). Χημικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Σπούδασε στο ΕΜΠ (τμήμα χημικών μηχανικών), του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτορας και μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο (Imperial College). Σταδιοδρόμησε, αρχικά, στη… …   Dictionary of Greek

  • καρβίδια — Ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και ορισμένα αμέταλλα. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο του χημικού δεσμού σε τρεις ομάδες. Τα ιοντικά κ. σχηματίζονται από τα ισχυρά ηλεκτροθετικά μέταλλα, όπως είναι τα κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοειδή — Ονομασία που αποδίδεται στα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της γραμμής που χωρίζει τα μέταλλα από τα αμέταλλα στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Στην κατηγορία των μ. ανήκουν τα βόριο, πυρίτιο, γερμάνιο, αρσενικό, αντιμόνιο,… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»